- αλληλοπαθής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, αυτός που επηρεάζει άλλον ή άλλους και ταυτόχρονα επηρεάζεται απ' αυτόν ή απ' αυτούς: Αλληλοπαθή ρήματα λέγονται αυτά που φανερώνουν αμοιβαία ενέργεια ή πάθος ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα υποκείμενα (αγαπιούνται πολύ, τρώγονται διαρκώς, μισιούνται πάντα κτλ.)
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.